Λέξη: μαγευτικός
Σχετικές λέξεις: μαγευτικός
μαγευτικός συνώνυμα
Συνώνυμα: μαγευτικός
γοητευτικός
Μεταφράσεις: μαγευτικός
μαγευτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enchanting, fascinating, magical, magnificent, mesmerizing
μαγευτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encantador, encantadora, encanto
μαγευτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amüsant, bezaubernd, zauberhaft, bezaubernden, bezaubernde
μαγευτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ravissant, enchanteur, enchantant, envoûtant, hilarant, charmant, enchanteresse, charmante, magnifique
μαγευτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dilettevole, incantevole, affascinante, incantevoli, nell'incantevole, suggestivo
μαγευτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encantador, encantadora, enchanting, encantadoras, fascinante
μαγευτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betoverend, betoverende, aantrekkelijk, landelijk
μαγευτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очаровательный, чар, Наложение чар, воодушевляющее
μαγευτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortryllende, sjarmerende, bedårende
μαγευτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hänförande, förtrollande, förtjusande, charmig, pittoresk
μαγευτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lumoava, hurmaava, viehättävässä, kiehtova, lumoavat
μαγευτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortryllende, charmerende, betagende
μαγευτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okouzlující, kouzelný, kouzelné, fascinující
μαγευτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czarujący, uroczy, czarowny, inspirujące, zachwycające
μαγευτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
varázslatos, elbűvölő, csodálatos, a varázslatos, csodaszép
μαγευτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyüleyici, büyüleyici bir, enchanting, büyülü
μαγευτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чарівний, зачарування, чарівне, прекрасний, чарівна
μαγευτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumë i këndshëm, këndshëm, i këndshëm, të këndshëm, magjik
μαγευτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пленителен, приказно, омайната, приказния, пленителна
μαγευτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чароўны, очаровательный, чароўныя, чароўнае
μαγευτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veetlev, lummav, nõiduslik, lummava
μαγευτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čudesan, očaravajući, očaravajuće, zadivljujuće, čarobna, očaravajuća
μαγευτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heillandi, töfrandi, hrífandi
μαγευτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kerintis, žavus, žavinga, užburia, užburiantis
μαγευτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valdzinoša, enchanting, burvīgo, apburošs, valdzinošs
μαγευτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
волшебна, волшебно, заносен, волшебната, волшебниот
μαγευτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
feeric, încântătoare, încântătorul, incantatoare, fermecător
μαγευτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Očarljiv, Čudežen, očarljivo, očarljiva, očara
μαγευτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očarujúce, okúzľujúca, očarujúca, okúzľujúci, okúzľujúce
Τυχαίες λέξεις