Ponieść στα ελληνικά
Μετάφραση: ponieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννώ, υποφέρω, πάσχω, παθαίνω, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Μεταφράσεις
- akrylowy στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
- dyftong στα ελληνικά - δίφθογγος, δίφθογγο, διφθόγγου
- ekstremalny στα ελληνικά - ακραίος, φοβερός, άκρο, ακραίες, ακραία, ακραίων
- gramorównoważnik στα ελληνικά - ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμες, ισοδύναμα, ισοδύναμου
Τυχαίες λέξεις
Ponieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννώ, υποφέρω, πάσχω, παθαίνω, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Μεταφράσεις: γεννώ, υποφέρω, πάσχω, παθαίνω, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα