Porachować στα ελληνικά
Μετάφραση: porachować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achromatyczny στα ελληνικά - αχρώματος, αχρωστικός, αχρωματικος, achromatic, αχρωματικούς
- dietetyczny στα ελληνικά - διαιτητικά, διαιτητικών, διαιτητικές, διαιτητική, τα διαιτητικά
- enklityczny στα ελληνικά - εγκλιτικό
- harowanie στα ελληνικά - μοχθήσει, κοπιάσει, μοχθούσαν, κοπίασαν, toiled
Τυχαίες λέξεις
Porachować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Μεταφράσεις: μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει