Λέξη: άσυλο
Σχετικές λέξεις: άσυλο
άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο ανιάτων κυψέλης, άσυλο ανιάτων, άσυλο του παιδιού, άσυλο κατοικίας, άσυλο μεταξουργείο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θέρμη, άσυλο ανιάτων πάτρας, άσυλο ανιάτων σπάρτης
Συνώνυμα: άσυλο
σκεπή, ξενών, υποχώρηση, αναχωρητήριο, οπισθοχώρηση, καταφύγιο, στέγαστρο, σκέπη, ιερό, άδυτο, αγιαστήριο, θυσιαστήριο, ναός
Μεταφράσεις: άσυλο
άσυλο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asylum, sanctuary, seekers, for asylum
άσυλο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hospicio, refugio, asilo, acogida, de asilo, el asilo, manicomio
άσυλο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuflucht, refugium, asyl, heim, unterstand, Asyl, Asyl-, Irrenanstalt
άσυλο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abri, refuge, hospice, recours, asile, l'asile, d'asile
άσυλο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rifugio, ricovero, asilo, ospizio, salvagente, di asilo, d'asilo, materia di asilo, dell'asilo
άσυλο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refúgios, refúgio, guarida, albergue, asilo, de asilo, matéria de asilo, do asilo, o asilo
άσυλο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toevluchtsoort, schuilplaats, vluchtheuvel, toevluchtsgebied, toevluchtsoord, asiel, asiel-, asielbeleid, asielzoekers, van asiel
άσυλο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибежище, приют, убежище, убежища, предоставлении убежища, о предоставлении убежища, предоставления убежища
άσυλο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
asyl, tilflukt, asyl-, om asyl
άσυλο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asyl, asyl-, asylfrågor, asylsökande
άσυλο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turvakoti, turvapaikka, suojaava saareke, pakopaikka, turvapaikka-, turvapaikkaa, turvapaikan, turvapaikkahakemuksen
άσυλο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilflugt, fristed, asyl, asyl-, asylansøgning, asylområdet
άσυλο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útulek, domov, azyl, útočiště, azylu, azylová, azylové, azylový
άσυλο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przytułek, schronienie, schron, azyl, przytulisko, szpital, wysepka, azylant, azylu, się o azyl, o azyl
άσυλο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menhely, menekültügyi, menedékjog, menekültügy, menedékjogot, menedékjog iránti
άσυλο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barınak, sığınak, iltica, sığınma, sığınmacı, sı
άσυλο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притулок, захисток, притулку, сховище
άσυλο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
azil, azilit, për azil, azili, e azilit
άσυλο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убежище, убежището, предоставяне на убежище, областта на убежището
άσυλο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытулак, сховішча, прыстанішча, прытулку, сховішчы
άσυλο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asüül, varjupaik, varjupaiga, varjupaigataotluse, varjupaigapoliitika, varjupaika
άσυλο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklonište, azil, utočište, azila, tražitelj, za azil, Asylum
άσυλο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæli, Asylum, hælis, hælisleitenda, um hæli
άσυλο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieglauda, prieglobstis, prieglobsčio, prieglobstį, prieglobsčio suteikimo
άσυλο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patvērums, patvēruma, patvērumu, patvēruma lietu
άσυλο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
азил, за азил, барателите, баратели, баратели на
άσυλο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
azil, de azil, azilului, azilul, materie de azil
άσυλο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
azil, azila, azilu, azilni, azilna
άσυλο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
azyl, blázinec, azylu