Λέξη: ερωτώ
Σχετικές λέξεις: ερωτώ
ερωτώ ετυμολογία, ρωτώ αρχικοί χρόνοι, ερωτώ κλιση, ερωτώ χρονικη αντικατασταση
Συνώνυμα: ερωτώ
ζητώ, παρακαλώ, εξετάζω, εμπαίζω, ζητώ να μάθω, ρωτώ, αμφισβητώ, επερωτώ, διερωτώ
Μεταφράσεις: ερωτώ
ερωτώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inquire, ask, I ask, ask you, I would ask, I am asking
ερωτώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preguntar, indagar, informarse, pedir, hacer, solicitar, pedirle
ερωτώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fragen, bitten, fragen Sie, verlangen
ερωτώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enquérir, étudier, rechercher, s'informer, informer, enquérions, examiner, sonder, demander, renseigner, explorer, s'enquérir, poser, demander à, demandez, poser des
ερωτώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiedere, chiedi, richiedere, fare, chiedete
ερωτώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entrada, averiguar, inquirir, indagar, perguntar, pedir, pergunte, solicitar, peça
ερωτώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vragen, vraag, stellen, te vragen, vraagt
ερωτώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исследовать, расследовать, узнавать, узнать, спрашиваться, разузнать, интересоваться, осведомляться, разузнавать, выяснять, навестить, осведомиться, посетить, запрашивать, справиться, проведать, спросить, просить, задать, попросить, спросите
ερωτώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spørre, be, spør, ber, inneholder
ερωτώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undersöka, fråga, be, ber, begära, ställa
ερωτώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kysyä, ihmetellä, tiedustella, tutkia, selvittää, pyytää, kysy, pyydä
ερωτώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spørge, bede, anmode, beder, stille
ερωτώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pátrat, vyšetřit, prozkoumat, vyšetřovat, informovat, zeptat se, ptát, požádat, žádat, zeptat
ερωτώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypytać, badać, kontrolować, dociekać, dowiadywać, pytać, spytać, wybadać, zapytać, prosić, poprosić, zwrócić
ερωτώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kérdez, kér, kérni, kérje, kérdezze
ερωτώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soruşturmak, sormak, isteyin, sor, sorabilir, sormaya
ερωτώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
занепокоєння, запитати, спитати
ερωτώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërkoj, pyes, kërkoni, pyesni, të kërkojë
ερωτώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
питам, попитам, попитайте, да поиска, да зададете
ερωτώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пытацца, спытаць, запытацца, спытацца, запытаць, папытацца
ερωτώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küsima, küsida, paluda, küsi, küsige
ερωτώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispitivati, ispitati, tražiti, pitati, zatražiti, pitajte, zamolite
ερωτώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spyrja, biðja, beðið, að spyrja, biðjum
ερωτώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
scisco
ερωτώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paklausti, prašyti, paprašyti, užduoti, paprašykite
ερωτώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jautāt, lūgt, uzdot, prasīt, jautājiet
ερωτώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прашајте, побара, прашате, да побара, прашам
ερωτώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cere, solicita, întreb, ceară, întreba
ερωτώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
parat, vprašajte, vprašati, prosi, vprašam
ερωτώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opýtať, spýtať, niečo opýtať
Τυχαίες λέξεις