Porządkować στα ελληνικά
Μετάφραση: porządkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, συγυρίζω, συγυρισμένος, συνθέτω, αποτελώ, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, κουρεύω, εντολή, αναπροσαρμόζομαι, προσταγή, αρκετός, κλαδεύω, κομψός, ευθυγραμμίζω, παραγγελία, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beatyfikować στα ελληνικά - μακαρίζω
- buduarowy στα ελληνικά - οικείος, στενός, ενδόμυχος
- ewangelizować στα ελληνικά - ευαγγελισμό, ευαγγελίσεις, ευαγγελίσουμε, ευαγγελίσουν, evangelize
- grzyby στα ελληνικά - μανιτάρια, μανιταριών, τα μανιτάρια, μανιταριών που
Τυχαίες λέξεις
Porządkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, συγυρίζω, συγυρισμένος, συνθέτω, αποτελώ, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, κουρεύω, εντολή, αναπροσαρμόζομαι, προσταγή, αρκετός, κλαδεύω, κομψός, ευθυγραμμίζω, παραγγελία, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, συγυρίζω, συγυρισμένος, συνθέτω, αποτελώ, εγκαθίσταμαι, τακτοποιώ, κουρεύω, εντολή, αναπροσαρμόζομαι, προσταγή, αρκετός, κλαδεύω, κομψός, ευθυγραμμίζω, παραγγελία, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά