Λέξη: δοκιμαστικός

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστικός σωλήνας τιμή

Συνώνυμα: δοκιμαστικός

δικαστικός

Μεταφράσεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experimental, trial, tentative, Test, Demo

δοκιμαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
experimental, ensayo, juicio, prueba, Trial, de prueba

δοκιμαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experimentell, Versuch, Gericht, Prozess, Verhandlung, Prüfung

δοκιμαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
d'essai, expérimental, procès, essai, de première instance, première instance

δοκιμαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
processo, prova, Trial, di prova, studio

δοκιμαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
julgamento, ensaio, experimentação, processo, experimental

δοκιμαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteel, empirisch, proces, onderzoek, Trial, proef, studie

δοκιμαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пробный, подопытный, экспериментальный, суд, испытание, исследование, процесс

δοκιμαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettssaken, rettssak, prøve, prøving, trial

δοκιμαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prov, prövning, försöket, försöks

δοκιμαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokeiluluonteinen, kokeellinen, oikeudenkäynti, tutkimus, oikeudenkäyntiä, kokeiluversiot, oikeudenkäynnin

δοκιμαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retssag, forsøg, retssagen, rettergang, prøve

δοκιμαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
experimentální, pokus, zkušební, studie, soud, Zkušební verze

δοκιμαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
doświadczalny, eksperymentalny, próba, test, doświadczenie, próby, proces

δοκιμαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
próba, tárgyalás, vizsgálat, vizsgálatban, tárgyaláson

δοκιμαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deneme, test, çalışma, test et, deneme aboneliği

δοκιμαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пробний, піддослідний, спробний, суд, суду

δοκιμαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyq, gjykim, Gjyqi, gjykimi, gjyqi i

δοκιμαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпитание, процес, изпитване, проучване, опити

δοκιμαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суд

δοκιμαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtuprotsess, uuring, kohtuprotsessi, uuringus, uuringu

δοκιμαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokusni, eksperimentalno, eksperimentalnim, ispitivanje, suđenje, suđenja, postupak, rasprava

δοκιμαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni

δοκιμαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teismas, bandymas, bandomasis, bandymus, tyrimas

δοκιμαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izmēģinājums, izmēģinājuma, izmēģinājumiem, pētījumā, pētījums

δοκιμαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судењето, судење, судскиот процес, пробен, претрес

δοκιμαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proces, studiu, încercare, judecată, trial

δοκιμαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preskušanje, poskusno, sojenje, sojenja, poskus

δοκιμαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokusný, pokus, pokus o, pokusu, pokusy, experiment
Τυχαίες λέξεις