Poskarżyć στα ελληνικά

Μετάφραση: poskarżyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπονιέμαι, σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς
Poskarżyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostolstwo στα ελληνικά - αποστολικό, αποστολικό έργο
  • biegus στα ελληνικά - Εγγύς, κοντινού, σχεδόν χωρίς καμία μεταβολή
  • domieszać στα ελληνικά - ανακατεύω, ανακατώνω, μίγμα, αναμιγνύω, προσμιγνύω, πρόσμικτο, πρόσμιγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Poskarżyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπονιέμαι, σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς