Λέξη: αναπολώ
Σχετικές λέξεις: αναπολώ
αναπολώ ετυμολογία, αναπολώ meaning, αναπολώ συνώνυμα, αναπολώ ορισμός, αναπολώ το χθες, αναπολώ στα αγγλικά, αναπολώ συνώνυμο
Συνώνυμα: αναπολώ
ανιχνεύω πάλι, συλλαμβάνω πάλι, ξανασυλλαμβάνω, ανακτώ, θυμάμαι, ανασυνάγω, ενθυμούμαι, ξαναθυμάμαι, πλάθω, επικαλούμαι, θεωρώ, ατενίζω, μελετώ, περιμένω, προβλέπω
Μεταφράσεις: αναπολώ
αναπολώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reminisce, recollect, retrace, conjure up, look back
αναπολώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recordar, recolectar, acordarse, recordará, acordarse de
αναπολώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sich erinnern, erinnern, erinnere, erinnere mich
αναπολώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commémorer, évoquer, se souvenir, se rappeler, rappeler, souvenir, me rappeler
αναπολώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricordarsi, raccogliere, rammentare, ricordare, raccogliersi
αναπολώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lembrar, recordar, rememorar, lembro
αναπολώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herinneren, herinner, herinner me, onthouden, te herinneren
αναπολώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспоминать, вспомнить, вспоминаю, вспоминают, вспомним
αναπολώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
minnes, huske, husker, erindre, recollect
αναπολώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
minnas, minns, ihåg, minnes, erinra
αναπολώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muistaa, muistan, recollect, muistamaan
αναπολώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
huske, erindre, husker, mindes
αναπολώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpomínat, vzpomenout si, vzpomenout, vzpomínám, si vzpomenout
αναπολώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspominać, pamiętać, przypominać sobie, rozpamiętywać, pozbierać
αναπολώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszagondol, emlékszem, visszaemlékezni, emlékszik
αναπολώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hatırlamak, recollect, hatırlayın, anımsamak, anımsamaya
αναπολώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згадувати, згадуватимуть, пригадувати, згадуватиме
αναπολώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujtohem, kujtoj, vij, të vij, vij në
αναπολώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идвам на себе си, си спомня, си спомняме, спомняме, идвам на себе
αναπολώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
успамінаць, ўспамінаць, згадваць, ўзгадваць, узгадваць
αναπολώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mäletama, meenutada, Muistaa, mäletate
αναπολώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pribrati se, sjetiti se, sjetiti, sjećati, opominjati
αναπολώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
muna, man, recollect
αναπολώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisiminti, prisimena, prisimenate, atsiminti
αναπολώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atminēties, atcerēties, atcerēsieties, atcerēsies
αναπολώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сеќаваме, се сеќаваме, да се сеќаваме, сеќаваме на, се сеќаваме на
αναπολώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
a-și aminti, amintesc, amintim, aminte, aminti
αναπολώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zbrati se, spominjamo, recollect, Opominjati, Pribrati
αναπολώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spomenúť si, zapamätať si, pripomenie, vybaviť si, vybaviť si v
Τυχαίες λέξεις