Poskramiać στα ελληνικά
Μετάφραση: poskramiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιθασεύω, μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, υποτάσσω, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deszczowiec στα ελληνικά - αδιάβροχο, αδιάβροχό
- ekshibicjonizm στα ελληνικά - τάση προς επίδειξη ή αποκάλυψη, Επιδειξιομανία, επιδειξιμανία, επιδειξιομανίας, την επιδειξιομανία
- geotropizm στα ελληνικά - γεωτροπισμός
- glejt στα ελληνικά - ασφαλή, ασφαλούς, χρηματοκιβώτιο
Τυχαίες λέξεις
Poskramiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιθασεύω, μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, υποτάσσω, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις: τιθασεύω, μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, υποτάσσω, μέτρια, μέτριας, μέτριο