Potencja στα ελληνικά

Μετάφραση: potencja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάση, πιθανότητα, ενδεχόμενος, δραστικότητα, ισχύ, ισχύος, ισχύς, δραστικότητας
Potencja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bujak στα ελληνικά - έδρα, καρέκλα, κουνιστή, λικνίζοντας, κουνιστό, λίκνισμα, λικνίσματος
  • cieplicowy στα ελληνικά - θερμικός, θερμική, θερμικής, θερμικό, θερμικές
  • dok στα ελληνικά - αράζω, προβλήτα, λάπαθο, αποβάθρα, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, ...
  • dziwoląg στα ελληνικά - τέρας, φρικιό, αφύσικο, κτήνος, φρικτό, freak, φρικτός
Τυχαίες λέξεις
Potencja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάση, πιθανότητα, ενδεχόμενος, δραστικότητα, ισχύ, ισχύος, ισχύς, δραστικότητας