Powinszować στα ελληνικά

Μετάφραση: powinszować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγχαίρω, συγχαρώ, συγχαρούμε, συγχαρώ τον, συγχαρώ την
Powinszować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrapać στα ελληνικά - ροχαλίζω, ραγχαλίζω, ροχαλητό, ροχαλητού, ροχαλίζουν
  • determinizm στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
  • dylatometr στα ελληνικά - διλατόμετρο, dilatometer, διαστολόμετρο, διαστολόμετρου, μετρητή εκτάσεως
  • harowanie στα ελληνικά - μοχθήσει, κοπιάσει, μοχθούσαν, κοπίασαν, toiled
Τυχαίες λέξεις
Powinszować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγχαίρω, συγχαρώ, συγχαρούμε, συγχαρώ τον, συγχαρώ την