Λέξη: μηνιαίος

Σχετικές λέξεις: μηνιαίος

μηνιαίος λογαριασμός δεη, μηνιαίος συντελεστής επισκευών, μηνιαίος προθεσμιακός εθνική, μηνιαίος μισθός, μηνιαίος συντελεστής εξυπηρέτησης κεφαλαίου, μηνιαίος κύκλος εργασίας, μηνιαίοσ εκτοκισμόσ, μηνιαίος κύκλος εργασιών εκτυπωτή, μηνιαίος μισθός ανειδίκευτου εργάτη, μηνιαίος οικογενειακός προϋπολογισμός

Μεταφράσεις: μηνιαίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monthly, a monthly
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mensual, mensualmente, mensuales, mensual de, mes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
monatlich, monatsschrift, Monats-, monatlichen, monatliche, Monats
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mensuellement, mensuel, mensuelle, mois, mensuels
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mensilmente, mensile, mensili, mese, mensile di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mensal, mensalmente, mês, mensais, mensal de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maandelijks, maand-, maandblad, maandelijkse, maand
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
месячный, ежемесячно, лунный, ежемесячный, помесячный, в месяц, ежемесячная, месячная
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
månedlig, månedlige, måneds, måned, Monthly
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
månatlig, månadsvis, månatliga, månads, månad
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuukausittainen, kuukausijulkaisu, kuukausittain, kuukausittaiset, kuukaudessa, kuukausittaisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
månedlige, Månedlig, månedligt, hver måned, måneden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
měsíční, měsíčně, měšíční, měsíc, měsíčník
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miesięcznie, miesięczny, comiesięczny, miesięcznik, miesięczna, miesięczne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
havi, havonta, a havi, havonkénti
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylık, ay, aylık olarak, ayda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
місяць, щомісяця, щомісячно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mujor, çdo muaj, mujore, muaj, në muaj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
месечен, ежемесечно, месечна, месечно, месечната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штомесяц, штомесячна, месяц
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igakuine, kuukiri, igakuise, igakuiste, igakuist, kord kuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjesečnika, mjesečne, mjesečnik, mjesečno, mjesečni, mjesečna, Mjese
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mánaðarlega, Monthly, Mánaðarleg, mánuði, mánaðarlegt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėnesinis, mėnesį, kas mėnesį, mėnesio, mėnesinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ikmēneša, mēneša, mēnesī, reizi mēnesī, katru mēnesi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месечно, месечната, месечна, месечни, месечен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lunar, lunară, lunare, lunara, lunar de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mesečni, mesečno, mesečna, mesečne, meseno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mesačne, mesiac, za mesiac, každý mesiac
Τυχαίες λέξεις