Λέξη: ρήμα

Σχετικές λέξεις: ρήμα

ρήμα το σκοτεινόν, ρήμα βρίσκω, ρήμα παίρνω, ρήμα έχω, ρήμα τρώω, ρήμα τραγουδώ, ρήμα είμαι, ρήμα to be, ρήμα βάλλω, ρήμα αγαπώ

Μεταφράσεις: ρήμα

ρήμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
verb, a verb, the verb

ρήμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verbo, de verbo, verbal, del verbo

ρήμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeitwort, verb, Verbundenes Verb, Verbs, Verbum, Zeitwort

ρήμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verbe, verb, verbes

ρήμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verbo, verb, I.verbo

ρήμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
risco, verbo, abalançar, aventurar, verb, verbal, verbos, do verbo

ρήμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkwoord, verb, woord, persoonsvorm, werkwoorden

ρήμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глагол, глагола, глаголом, глаголов

ρήμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verb, verbet, verb som

ρήμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verb, verbet, verben

ρήμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teonsana, verbi, verbin, verb, verbiä, verbistä

ρήμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
verbum, udsagnsord, verbet, udsagnsordet, verb

ρήμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloveso, verb, slovesa, slovesný

ρήμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czasownik, słowo, przechodni, czasownik przechodni, nieprzechodni, czasownik nieprzechodni

ρήμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cselekvés, ige, verb, igét, igei, igének

ρήμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fiil, verb, fiili, eylem

ρήμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
веранди, дієслово, глагол

ρήμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
folje, v, folja, foljes, folje e

ρήμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глагол, глагола, глаголът, глаголна

ρήμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзеяслоў, глагол, глагол Адказаць

ρήμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegusõna, verb, verbi, tegusõnade, verbist

ρήμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glagol, djelatnost, glagola, glagol koji, i glagol

ρήμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sögn, sagnaorð, sögnin, sögninni, sagnorð, sögnina

ρήμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
verbum

ρήμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veiksmažodis, veiksmažodžio, Verb, Daiktavardis, veiksmažodžių

ρήμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbības vārds, vārds, verb, darbības vārda, darbības vārdu

ρήμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
глагол, глаголот, глаголи, глаголски, глаголска

ρήμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
verb, verbul, verbului, verb de, verbelor

ρήμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glagol

ρήμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sloveso

Στατιστικά δημοτικότητας: ρήμα

Τυχαίες λέξεις