Powoływanie στα ελληνικά
Μετάφραση: powoływanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάντηση, ορισμός, αναφορά, ραντεβού, διορισμός, αναγωγή, διορισμό, Ορισμός, διορισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akumulować στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- bezsilnie στα ελληνικά - ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ελαφρά
- ciekawie στα ελληνικά - περιέργως, περίεργα, περίεργο, παραδόξως, περίεργο τρόπο
- cudactwo στα ελληνικά - ιδιορρυθμία, παραξενιά, μοναδικότητα, παραδοξότητα, αλλοκοτιά, παραδοξότης
Τυχαίες λέξεις
Powoływanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάντηση, ορισμός, αναφορά, ραντεβού, διορισμός, αναγωγή, διορισμό, Ορισμός, διορισμού
Μεταφράσεις: συνάντηση, ορισμός, αναφορά, ραντεβού, διορισμός, αναγωγή, διορισμό, Ορισμός, διορισμού