Powstrzymywać στα ελληνικά

Μετάφραση: powstrzymywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράσπεδο, περιορίζω, εμποδίζω, μετριάζω, παρακωλύω, βώλος, χαλινάρι, αναχαιτίζω, επωδός, περιέχω, περιλαμβάνω, παρεμποδίζω, κατακρατώ, προλαβαίνω, κρατώ, απέχω, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
Powstrzymywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambra στα ελληνικά - αμπάρο, ambergris, αμπερι, αμπέρι, αμπεριού
  • ambulans στα ελληνικά - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
  • auspicje στα ελληνικά - προστασία, πατρονάρισμα, αιγίδα, την αιγίδα, αιγίδα του, αιγίδα των, την αιγίδα του
Τυχαίες λέξεις
Powstrzymywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράσπεδο, περιορίζω, εμποδίζω, μετριάζω, παρακωλύω, βώλος, χαλινάρι, αναχαιτίζω, επωδός, περιέχω, περιλαμβάνω, παρεμποδίζω, κατακρατώ, προλαβαίνω, κρατώ, απέχω, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν