Λέξη: φλύαρος
Σχετικές λέξεις: φλύαρος
φλύαρος αγγλικά, φλύαρος english, φλύαρος συνώνυμα
Συνώνυμα: φλύαρος
πολύλογος, διαχυτικός, μακρολόγος, ομιλητικός, ακριτόμυθος
Μεταφράσεις: φλύαρος
φλύαρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
talkative, loquacious, wordy, garrulous, blabbering, chatty, gabby
φλύαρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hablador, gárrulo, charlador, locuaz, verboso, prolijo, wordy, muchas palabras, prolija
φλύαρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesprächig, geschwätzig, wortreich, wordy, wortreichen, wortreiche
φλύαρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loquace, verbeux, bavard, causeur, babillarde, babillard, verbeuse, diffus, prolixe, verbeuses
φλύαρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linguacciuto, loquace, verboso, prolisso, wordy, verbosa, prolissi
φλύαρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prolixo, wordy, prolixos, verboso, lábia
φλύαρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
praatziek, langdradig, omslachtig, omslachtige, wijdlopig, wordy
φλύαρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
многословный, разговорчивый), многоречивый, разговорчивый, речистый, говорливый, болтливый, журчащий, словоохотливый, многословны, многословным, многословными, многословно
φλύαρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordrike, wordy, fyldig informasjon, ordrik
φλύαρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pratsam, språksam, ordrik, ordrika, wordy, mångordig, är wordy
φλύαρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suulas, puhelias, monisanainen, wordy, liian pitkä, jaaritteleva
φλύαρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordrige, ordrig, for ordrige
φλύαρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hovorný, užvaněný, tlachavý, mnohomluvný, upovídaný, povídavý, rozvláčný, rozvláčné, mnohoslovná, mnohomluvné
φλύαρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gadatliwy, rozmowny, wielomówny, rozwlekły, wygadany, wordy, przegadane, rozwlekłe
φλύαρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bőbeszédű, terjengős, szószátyár
φλύαρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söz, ağız, wordy, çok kelimeli, kelimeli
φλύαρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балакучий, багатослівний
φλύαρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gojor, fjalëshumë
φλύαρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
многословен, многословно, словесните, разточен
φλύαρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шматслоўны
φλύαρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lobisemishimuline, jutukas, liigsõnaline, teaberohked, Jaaritteleva, sõnaohter, paljusõnaline
φλύαρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
govorljiv, brbljav, razvučen, wordy, rječit, Rječitiji
φλύαρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wordy
φλύαρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
loquax, garrulus
φλύαρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sakytinis, žodinis, Išmesta, Rozwlekły, Wygadany
φλύαρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izplūdis, vārdiskā, daudzvārdīgs, vārdisks
φλύαρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разточен, речити
φλύαρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prolix, wordy, verbal, stufoasa in, stufoasa
φλύαρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Razvučen, gostobesedna
φλύαρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvláčny