Λέξη: κουρέας

Σχετικές λέξεις: κουρέας

κουρέας της σεβίλλης αναστασιάδης, κουρέας ανδρέας, κουρέας ονειροκρίτης, κουρέας της σεβίλλης κέρκυρα, κουρέας νικόλαος, κουρέασ τησ σιβηρίασ, κουρέας της σεβίλλης λυρική, κουρέας αυτοκτόνησε, κουρέας ορθοπεδικός, κουρέας της σεβίλλης

Μεταφράσεις: κουρέας

κουρέας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barber, a barber, hairdresser, barber is, barbershop

κουρέας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barbero, peluquero, Peluquería, barber, barbería

κουρέας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bader, barbier, herrenfriseur, frisör, friseur, Friseur, Barbier, Herrenfriseur, barber

κουρέας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coiffeur, barbier, Barber, salon de coiffure, coiffure

κουρέας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barbiere, parrucchiere, Barber, di barbiere

κουρέας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabeleireiro, barbeiro, Barber, de barbeiro, do barbeiro, Barbearia

κουρέας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
barbier, kapper, Barber, Herenkapper, schoonheidssalon

κουρέας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парикмахер, цирюльник, Парикмахерская, парикмахера, парикмахером

κουρέας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frisør, barber, frisøren, barberer

κουρέας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barberare, barber, barberaren, frisör, frisören

κουρέας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parturoida, parturi, Barber, Kampaamo

κουρέας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør

κουρέας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bradýř, holič, holičství, oděvů Kadeřnictví, barber, kadeřnická

κουρέας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
golarz, fryzjer, balwierz, cyrulik, golibroda, barber, fryzjera, fryzjerem, fryzjerski

κουρέας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borbély, Fodrász, Barber, borbéllyal, a borbély

κουρέας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
berber, Barber, Kuaför, berberi, bir berber

κουρέας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хиб, вад, нестач, недостатків, недоліків, перукар, парикмахер

κουρέας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
berber, Barber, berberi

κουρέας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фризьорка, бръснар, фризьор, Barber, Барбър, бръснарски, бръснарница

κουρέας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цырульнік, цырульніца

κουρέας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juuksur, habemeajaja, juuksuri, barber, juuksurisalongide, Barberi

κουρέας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brijač, berberin, Barber, frizer

κουρέας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hárskeri, Barber, rakari

κουρέας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tonsor

κουρέας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kirpėjas, Barber, kirpykla, kirpėjo, Barberio

κουρέας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
frizieris, bārddzinis, frizētava, Barber, frizieri

κουρέας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бербер, берберот, берберски, берберница, берберин

κουρέας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frizer, caoforului, frizerie

κουρέας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brivec, barber, BERBER, Barber je, frizer

κουρέας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holič, Holic, kaderníctvo, Barber, holič chcel

Στατιστικά δημοτικότητας: κουρέας

Τυχαίες λέξεις