Powtórzyć στα ελληνικά

Μετάφραση: powtórzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναλαμβάνω, ξαναπαίζω, Επαναλάβετε, Επαναλάβετε τα, επανάληψη, επανάληψης
Powtórzyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbitralny στα ελληνικά - αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο
  • archiwizacja στα ελληνικά - Αρχειοθέτηση, αρχειοθέτησης, Η αρχειοθέτηση, Archiving, της αρχειοθέτησης
  • irradiacja στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβόληση, ακτινοβολίας, ακτινοβόλησης, την ακτινοβόληση
  • iskrzenie στα ελληνικά - λάμψη, σπινθηροβόλος, σπιθίζω, λαμπερός, απαστράπτω, λάμπω, σπινθήρισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Powtórzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναλαμβάνω, ξαναπαίζω, Επαναλάβετε, Επαναλάβετε τα, επανάληψη, επανάληψης