Λέξη: ψυχή

Σχετικές λέξεις: ψυχή

ψυχή βαθιά όλη η ταινία, ψυχή και σώμα, ψυχή βαθιά download, ψυχή στο στόμα, ψυχή μου πονάς, ψυχή βαθιά, ψυχή μου ψυχή μου, ψυχή τε και σώματι, ψυχή και σάρκα, ψυχή βαθιά (2009), παγιδευμένη ψυχή

Συνώνυμα: ψυχή

ψυχοσύνθεση, πνεύμα, ζωή, διάθεση, φρόνημα, ενεργητικότητα

Μεταφράσεις: ψυχή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soul, psyche, spirit, the soul, souls
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ánima, espíritu, ánimo, alma, el alma, del alma, soul
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seele, individuum, person, inbrunst, einzelwesen, einzelperson, mensch, Seele, Soul, Seelen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
humain, mortel, âme, individu, esprit, me, l'âme, soul
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anima, dell'anima, l'anima, un'anima, soul
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alma, pessoa, indivíduo, personagem, espécie, espírito, sujeito, sorte, género, ânimo, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geest, personage, knul, persoon, ziel, kerel, gemoed, individu, vent, snuiter, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
личность, энтузиазм, образец, воплощение, человек, душа, персона, дух, энергия, задушевность, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjel, soul, sjelen, Nytelse, sjelens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
själ, själen, soul, själens, själs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henki, yksilö, ihminen, henkilö, sielu, sielun, sieluni, sielunsa, soul
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjæl, sjælen, soul, sjælens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
člověk, duše, duch, duši, duší, soul
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dusza, duch, duszy, duszą, duszę, soul
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lélek, lelke, lelket, lelkét, lelki
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ruh, can, birey, soul, ruhu, ruhun, ruhunu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зразок, душа, взірець, душу, енергія, утілення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpirt, shpirti, shpirtin, shpirti i, njeri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
душа, човек, душата, на душата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек, душа
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hing, soul, hinge, hingele, hingest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zatražiti, duša, duše, dušu, duši, soul
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugskot, sál, sálin, sála, sannarlega, sálu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmuo, siela, žmogus, sielos, sielą, soul
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dvēsele, cilvēks, persona, mirstīgais, dvēseli, dvēseles, dvēselei
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
душата, душа, гумичка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suflet, muritor, sufletul, sufletului, sufletească, suflete
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
duše, duša, soul, dušo, duši
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duša, duše, dušu

Στατιστικά δημοτικότητας: ψυχή

Τυχαίες λέξεις