Pozwolić στα ελληνικά
Μετάφραση: pozwolić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, ενοικιάζομαι, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
Μεταφράσεις
- akompaniować στα ελληνικά - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
- domena στα ελληνικά - κυριαρχία, αρμοδιότητα, πεδίο, περιοχή, χωράφι, κτήση, σφαίρα, ...
- grafoman στα ελληνικά - κακογράφος
- hałasowanie στα ελληνικά - θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Τυχαίες λέξεις
Pozwolić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, ενοικιάζομαι, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
Μεταφράσεις: επιτρέπω, ενοικιάζομαι, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε