Λέξη: έρχομαι

Σχετικές λέξεις: έρχομαι

έρχομαι στίχοι, έρχομαι αρχικοί χρόνοι, έρχομαι από το πεκίνο, έρχομαι με φορα, έρχομαι στο παρίσι σε τρεις μέρες. μην πλυθείς, έρχομαι ομορριζα, έρχομαι σε επαφή, έρχομαι από τη μεγάλη ελλάδα στη μικρή ελλάδα, έρχομαι και συ κοιμάσαι, έρχομαι κι εσύ κοιμάσαι

Συνώνυμα: έρχομαι

φθάνω, παριστάνω, γίνομαι, βοηθώ, συντρέχω, ακολουθώ, αρχίζω, πέφτω, ανέρχομαι, συνέρχομαι

Μεταφράσεις: έρχομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
come, come to, I come, brings me, I am coming
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
venir, llegar, acudir, llegado, venido, vienen
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
komme, eingekehrt, kommen, komm, ankommen, eintreffen, anreisen, gekommen, sind, kommt
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
venues, viennent, provenir, arriver, viens, venons, marcher, venez, sperme, procéder, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
venire, provenire, giungere, accadere, avvenire, arrivare, venuto, entrare, venuti, arrivato
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vir, proceder, vindo, provir, chegar, entrar, vêm, venha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
komen, afstammen, gekomen, zijn, komt, kom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удаваться, разлепляться, спускаться, укорениться, всплывать, набрасываться, опускаться, бранить, отклеиваться, подходить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
komme, kommer, kommet, kom, å komme
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
komma, hända, kommer, kommit, kom
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lähteä, johtua, koitua, joutua, tulla, saapua, tulevat, tullut, tulee, tule
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
komme, kommer, kommet, vende, kom
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jít, jezdit, udělat, přijít, vzejít, přijet, přicestovat, přihodit, dělat, přicházet, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przychodzić, spuścić, pochodzić, przyjeżdżać, chodzić, nadejść, dolatywać, dochodzić, nastawać, przybyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jön, jönnek, jöjjön, jött, jönni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gelmek, varmak, ulaşmak, gelip, gelir, gel, geliyor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
становище, рівнятися, пасувати, дурити, приїхати, прибути
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farë, afrohem, vij, eja, vijnë, ardhur, vijë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сперма, хайде, дойда, идвам, дойде, идват
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбыцца, прыходзiць, прыстань, прыехаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulema, saabuma, tulevad, tulla, tulnud, tule
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dolazi, stići, potjecati, silaziti, doći, dolaze, se, došao
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
komast, koma, komið, kemur, að koma, kominn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
venire
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ateiti, sperma, atvykti, paliko, ateis, atėjo, ateina
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierasties, nākt, nāk, pienācis, jānāk, nonāk
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се, доаѓаат, дојде, да дојде, дојдат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
veni, spermă, vin, venit, vină, provin
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priti, jezdit, prihajajo, prišel, prihaja, pridejo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prs, pricestovať, poď, prísť

Στατιστικά δημοτικότητας: έρχομαι

Τυχαίες λέξεις