Próbować στα ελληνικά
Μετάφραση: próbować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύομαι, εκδικάζω, δείγμα, δοκιμάζω, αποδεικνύω, γούστο, ελέγχω, προσπαθώ, γεύση, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automatyka στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, Αυτόματη, αυτόματος, Αυτόματες, Αυτόματα
- chudość στα ελληνικά - λιγνάδα, ισχνότητα, λιπαρότητα, η λιπαρότητα, leanness, ισχνότητας
- defetystyczny στα ελληνικά - ηττοπαθής, ηττοπαθή, ηττοπαθείς, ηττοπαθές, ηττοπαθούς
- dialogowy στα ελληνικά - Διάλογος, Dialog, διαλόγου, Παράθυρο, παράθυρο διαλόγου
Τυχαίες λέξεις
Próbować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύομαι, εκδικάζω, δείγμα, δοκιμάζω, αποδεικνύω, γούστο, ελέγχω, προσπαθώ, γεύση, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε
Μεταφράσεις: γεύομαι, εκδικάζω, δείγμα, δοκιμάζω, αποδεικνύω, γούστο, ελέγχω, προσπαθώ, γεύση, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε