Λέξη: δραστηριότητα

Σχετικές λέξεις: δραστηριότητα

δραστηριότητα συνώνυμα, δραστηριότητα αγγλικα, δραστηριότητα αναψυχής, δραστηριότητα στα αγγλικά, δραστηριότητα συνείδηση προσωπικότητα, δραστηριότητα translation, δραστηριότητα κατά στακοδ, δραστηριότητα περιβάλλον νηπιαγωγείο

Συνώνυμα: δραστηριότητα

ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα, λειτουργία, εγχείριση, χειρισμός, εργασία, αποδοτικότητα, δραστηριότης, ικανότης, ικανότητα, αποδοτικότης

Μεταφράσεις: δραστηριότητα

δραστηριότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
activity, operation, activities, business, activity of

δραστηριότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acción, actividad, la actividad, actividad de, actividades, de actividad

δραστηριότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rührigkeit, betätigung, aktivität, tätigkeit, umtrieb, radioaktivität, Aktivität, Tätigkeit, Aktivitäten

δραστηριότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
action, animation, effet, agitation, emprise, activité, entrain, emploi, radioactivité, fonctionnement, l'activité, activités, une activité

δραστηριότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attività, dell'attività, attività di, l'attività, un'attività

δραστηριότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actividade, acção, radioactividade, atividade, atividade de, atividades, a atividade

δραστηριότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werking, toedoen, activiteit, actie, handeling, gedoe, optreden, bedrijvigheid, radioactiviteit, activiteiten, de activiteit

δραστηριότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изворотливость, радиоактивность, интенсивность, дееспособность, активность, прыть, ловкость, энергия, находчивость, деятельность, деятельности, активности, деятельностью

δραστηριότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
virksomhet, aktivitet, aktiviteten, aktivitets

δραστηριότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verksamhet, aktivitet, aktiviteten, aktivitets

δραστηριότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tohina, toiminta, radioaktiivisuus, toimekkuus, vireys, aktiivisuus, toimintaa, aktiviteetti, aktiivisuutta

δραστηριότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktivitet, aktiviteter, virksomhed, aktiviteten

δραστηριότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
činnost, živost, působení, ruch, působnost, čilost, aktivita, zaměstnanost, aktivnost, činnosti, aktivity, činností

δραστηριότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ożywienie, czynność, ćwiczenie, działanie, działalność, aktywność, zajęcie, energia, działalności

δραστηριότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ténykedés, aktivitás, elfoglaltság, tevékenység, tevékenységet, tevékenységi, aktivitást

δραστηριότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faaliyet, etkinlik, aktivite, aktivitesi, etkinliği

δραστηριότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
енергія, активність, спритність, діяльність, діяльності

δραστηριότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktivitet, veprimtari, Aktiviteti, i aktivitetit, aktivitetit të

δραστηριότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дейност, активност, дейността, дейности

δραστηριότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзейнасць, дзейнасьць

δραστηριότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiivsus, tegevus, tegevuse, aktiivsuse, tegevust

δραστηριότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djelovanje, djelovanja, aktivnost, djelatnost, aktivnosti, djelatnosti

δραστηριότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
athafnasemi, virkni, Afþreying, starfsemi, verkefni, Activity

δραστηριότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veikla, veiksmas, Aktyvumas, veiklos, veiklą

δραστηριότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktivitāte, darbība, darbības, darbību, aktivitātes

δραστηριότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активност, дејност, активности, активноста, активност на

δραστηριότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
activitate, activitatea, activității, de activitate, activitatii

δραστηριότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
živost, čilost, dejavnost, aktivnost, dejavnosti, aktivnosti

δραστηριότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aktivita, ruch, činnosť, činnosti, aktivity, prácu, opatrenia

Στατιστικά δημοτικότητας: δραστηριότητα

Τυχαίες λέξεις