Prawidło στα ελληνικά
Μετάφραση: prawidło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις
- dmuchawiec στα ελληνικά - πικραλίδα, πικραλίδας, πικραλίδων, dandelion, η πικραλίδα
- dożynki στα ελληνικά - θερίζω, σοδειά, τρύγος, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, συγκομιδή του, ...
- gęsty στα ελληνικά - δασύς, συμπαγής, πυκνός, συμπυκνωμένος, παχύ, πάχους, παχιά, ...
- hermetyczny στα ελληνικά - αεροδρόμιο, ερμητικός, ερμητική, ερμητικό, ερμητικού, συμφυή ερμητικά κλειστά
Τυχαίες λέξεις
Prawidło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις: βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα