Pretendować στα ελληνικά
Μετάφραση: pretendować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρισμός, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διεκδίκηση, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czcić στα ελληνικά - λατρεύω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- formować στα ελληνικά - στρατάρχης, μορφή, δελτίο, συγκεντρώνω, επιστρατεύω, φόρμα, έντυπο, ...
- inkwizytor στα ελληνικά - ιεροεξεταστής, ανακριτής, ανακριτή, Ιεροεξεταστής, Ιεροεξεταστή, Inquisitor
- izomeria στα ελληνικά - ισομέρεια, ισομέρειας, ισομερισμό, ισομερισμού, ισομερισμός
Τυχαίες λέξεις
Pretendować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρισμός, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διεκδίκηση, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
Μεταφράσεις: ισχυρισμός, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διεκδίκηση, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης