Proklamować στα ελληνικά
Μετάφραση: proklamować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδεικνύω, προκηρύσσω, διαλαλώ, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, διακηρύσσει
Μεταφράσεις
- banicja στα ελληνικά - εξορίζω, εξορία, αποκλεισμός, απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, εξορίας, ...
- bezsensownie στα ελληνικά - παράλογα, παράλογο, παράλογη, παράδοξο, παράδοξο τρόπο
- ekscentrycznie στα ελληνικά - έκκεντρα, εκκεντρικά, εκκέντρως, έκκεντρα σε, έκκεντρο
- gumowy στα ελληνικά - καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ελαστικού
Τυχαίες λέξεις
Proklamować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδεικνύω, προκηρύσσω, διαλαλώ, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, διακηρύσσει
Μεταφράσεις: καταδεικνύω, προκηρύσσω, διαλαλώ, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, διακηρύσσει