Przechować στα ελληνικά

Μετάφραση: przechować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Przechować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • burta στα ελληνικά - επιβιβάζομαι, σανίδα, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
  • dolnoprzepustowy στα ελληνικά - χαμηλής διέλευσης, lowpass, χαμηλής διάβασης, χαμηλής διόδου, βαθυπερατό
  • haniebnie στα ελληνικά - απαίσια, αισχρώς, επαίσχυντα, επαίσχυντο τρόπο, επονείδιστα, επαίσχυντο
  • historyk στα ελληνικά - ιστοριογράφος, ιστορικός, ιστορικό, ιστορικού, ο ιστορικός
Τυχαίες λέξεις
Przechować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση