Przechowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przechowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακολουθώ, κρατώ, αποθηκεύω, κατακρατώ, διασώζω, διατηρώ, θησαυρός, μαγαζί, βάζω, συντηρώ, κατάστημα, Φυλάσσετε, αποθήκη, Φυλάσσεται, Αποθηκεύστε
Przechowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bakcyl στα ελληνικά - μικρόβιο, βακτήριο, βακίλλος, βάκιλο, βάκιλος
  • dostojny στα ελληνικά - σοβαρός, αξιοπρεπής, επιβλητικός, αύγουστος., σεμνοπρεπής, αρχοντική, αρχοντικό, ...
  • ekscentryczny στα ελληνικά - γραφικός, παράξενος, εκκεντρικός, εκκεντρική, έκκεντρη, εκκεντρικό, εκκεντρικές
  • gagat στα ελληνικά - αεριωθούμενο, πετώ, πίδακας, jet, τζετ, πίδακα
Τυχαίες λέξεις
Przechowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, κρατώ, αποθηκεύω, κατακρατώ, διασώζω, διατηρώ, θησαυρός, μαγαζί, βάζω, συντηρώ, κατάστημα, Φυλάσσετε, αποθήκη, Φυλάσσεται, Αποθηκεύστε