Przeciążać στα ελληνικά
Μετάφραση: przeciążać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραφορτώνω, υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chorobotwórczy στα ελληνικά - παθογόνος, αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
- chrząkać στα ελληνικά - γρυλλίζω, μουρμουρίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
- deptak στα ελληνικά - σεργιανίζω, πεζός, περπατώ, περίπατος, χώρο περιπάτου, περιπάτου, περίπατο, ...
Τυχαίες λέξεις
Przeciążać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση