Λέξη: κατασκοπεύω

Σχετικές λέξεις: κατασκοπεύω

κατασκοπεύω συνώνυμα

Συνώνυμα: κατασκοπεύω

κατοπτεύω, διερευνώ, βλέπω, ενεδρεύω

Μεταφράσεις: κατασκοπεύω

κατασκοπεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spy, snoop, snoop around, spy on

κατασκοπεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espía, espiar, fisgón, fisgonear, snoop, de Snoop, del snoop

κατασκοπεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spion, kundschafter, spionieren, Schnüffler, snoop

κατασκοπεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moucher, moucharder, épions, épient, épiez, espion, espionner, fouineur, fouiner, Snoop, de snoop, la commande snoop

κατασκοπεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiare, spia, curiosare, Snoop, ficcanaso, di Snoop

κατασκοπεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espião, jorros, bisbilhotar, Snoop, de snoop

κατασκοπεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beloeren, spieden, bespieder, bespieden, spion, verspieder, snuffelen, neuzen, Snoop, van Snoop, gluren

κατασκοπεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпионить, подсматривать, разведчик, лазутчик, следить, присматривать, шпион, диверсант, проследить, выглядеть, выслеживать, наблюдать, сыщик, Snoop, отслеживания, Снуп

κατασκοπεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spion, snoop, sniffe, til Snoop

κατασκοπεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spion, spionera, snoka, snoop, Biljetter, Biljetter till, snokar

κατασκοπεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kytätä, vakooja, urkkia, vakoilija, urkkija, vakoilla, nuuskia, Snoop, kyylä, nuuskijakameraa, nuuskivat

κατασκοπεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spion, snoop, snuse, til Snoop, snage

κατασκοπεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slídit, špión, vyzvědač, špeh, špehovat, šmírování, Snoop, slídění, šmírovat, Vyzvědač

κατασκοπεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpiegować, zoczyć, szpiclować, szpicel, podpatrywacz, podpatrzyć, szpieg, szpiegowanie, zwędzić, wtrącić się, buchać, podejrzeć, snoop

κατασκοπεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spion, besúgó, ellop, Snoop, szaglászni, szaglász, spicli

κατασκοπεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
casus, meraklı, snoop, burnunu sokmak, gizlice aramak, işe burnunu sokan kimse

κατασκοπεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шпигун, розвідник, шпигувати, шпіонити, шпигуни

κατασκοπεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhbiroj, zhbirues, Snoop, fut hundët, Shkarko Snoop

κατασκοπεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слухтя, Snoop, Снууп, Снуп, прослушване

κατασκοπεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпіёніць, шпегаваць

κατασκοπεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nuhk, nuhkima, luuraja, snoop, Nuuskia, Hiiviskellä, järele valvama

κατασκοπεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadzor, špijunirati, uhoditi, špijun, izvidnik, njuškalo, Snoop, cunjati, njuškati, cunjalo

κατασκοπεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Snoop

κατασκοπεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnipas, šniukštinėti, Snoop, landžioti, Mišrieji kitų verslo

κατασκοπεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spiegs, jaukties citu darīšanās, snoop

κατασκοπεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Снуп, Snoop, ѕиркаат наоколу, нарушување извршено, нарушување извршено од

κατασκοπεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spion, Snoop, spioneze, spiona, lui Snoop, Snoop a

κατασκοπεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
snoop, je Snoop, Snoop je

κατασκοπεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špeh, špión, zväzovanie, Hľadanie, zväzovanie Hľadanie
Τυχαίες λέξεις