Przecierać στα ελληνικά

Μετάφραση: przecierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελευθερώνω, έκδηλος, τρίβω, εναργής, διαυγής, λειαίνω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Przecierać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cielić στα ελληνικά - ελαφάκι, fawn, ελάφι, κιτρινόφαιο, πυρόξανθο
  • detronizacja στα ελληνικά - εκθρόνιση, εκθρόνισή, την εκθρόνισή, καθαίρεσή, την εκθρόνιση
  • długofalowy στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
  • gwint στα ελληνικά - κλωστή, μίτος, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Τυχαίες λέξεις
Przecierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελευθερώνω, έκδηλος, τρίβω, εναργής, διαυγής, λειαίνω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το