Przeczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przeczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαψεύδω, αντιφάσκω, αντιλέγω, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Przeczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ceramik στα ελληνικά - κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
  • dojarka στα ελληνικά - γαλακτοπώλης, χωριατοπούλα, γαλακτοπώλισσα, κοπέλλα πού αρμέγει τις αγελάδες
  • ekstra στα ελληνικά - επιπλέον, Extra, Έξτρα, για επιπλέον, Εξαιρετικό
  • gwardzista στα ελληνικά - εθνοφρουρός, Φύλακας, φρουρός
Τυχαίες λέξεις
Przeczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαψεύδω, αντιφάσκω, αντιλέγω, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται