Przekonać στα ελληνικά

Μετάφραση: przekonać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικρατώ, έξω, υπερισχύω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Przekonać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aparycja στα ελληνικά - βλέμμα, φάντασμα, κοιτάζω, εμφάνιση, οπτασία, φαίνομαι, apparition, ...
  • bistro στα ελληνικά - Bistro, μπιστρό, μπιστρό του, μπιστρό που, το μπιστρό
  • chemioterapia στα ελληνικά - Χημειοθεραπεία, Η χημειοθεραπεία, Chemotherapy, Χημειοθεραπείας, τη χημειοθεραπεία
  • dekstroza στα ελληνικά - δεξτρόζη, δεξτρόζης, η δεξτρόζη
Τυχαίες λέξεις
Przekonać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικρατώ, έξω, υπερισχύω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε