Przekraczać στα ελληνικά
Μετάφραση: przekraczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βήμα, πέρασμα, κυκλοφορώ, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, στενά, δρασκελίζω, σταυρός, εξογκώνω, παραβαίνω, βηματίζω, λήγω, διασχίζω, διάβημα, υπερακοντίζω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezradność στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμίας, ανικανότητας, απελπισίας, της αδυναμίας
- bezzałogowy στα ελληνικά - μη επανδρωμένα, μη επανδρωμένων, τα μη επανδρωμένα, σε μη επανδρωμένα, για μη επανδρωμένα
- ewakuować στα ελληνικά - εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
- herkulesowy στα ελληνικά - ηρακλείος, Ηράκλειοι, ηράκλειων, τιτάνιο, ηράκλειο
Τυχαίες λέξεις
Przekraczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βήμα, πέρασμα, κυκλοφορώ, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, στενά, δρασκελίζω, σταυρός, εξογκώνω, παραβαίνω, βηματίζω, λήγω, διασχίζω, διάβημα, υπερακοντίζω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Μεταφράσεις: βήμα, πέρασμα, κυκλοφορώ, περνώ, ξεπερνώ, υπερβαίνω, στενά, δρασκελίζω, σταυρός, εξογκώνω, παραβαίνω, βηματίζω, λήγω, διασχίζω, διάβημα, υπερακοντίζω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το