Przemyśliwać στα ελληνικά

Μετάφραση: przemyśliwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμετρώ, ζυγιάζω, συλλογίζομαι, σταθμίζω, σκέπτομαι, διαλογίζεται, meditate, διαλογίζονται, διαλογιστείτε
Przemyśliwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astma στα ελληνικά - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
  • chwycić στα ελληνικά - πιάνω, σφίγγω, απομόνωση, αρπάζω, πασπατεύω, συλλαμβάνω, κλώσημα, ...
  • gabinet στα ελληνικά - σπουδές, γραφείο, σπουδάζω, μελέτη, ιατρείο, θώκος, Office, ...
  • hukanie στα ελληνικά - σκούξιμο, σκούζω, αποδοκιμάζω, σφύριγμα, αποδοκιμασία, γιουχαΐζω, συρίζω
Τυχαίες λέξεις
Przemyśliwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμετρώ, ζυγιάζω, συλλογίζομαι, σταθμίζω, σκέπτομαι, διαλογίζεται, meditate, διαλογίζονται, διαλογιστείτε