Przepompować στα ελληνικά

Μετάφραση: przepompować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Przepompować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amfibrach στα ελληνικά - amphibrach
  • beza στα ελληνικά - μαρέγγα, μαρέγκα, μαρέγκας, meringue
  • energetyka στα ελληνικά - Energetics, ενεργήματα, Ενέργεια, ενεργητική, ενεργητική που
  • gremium στα ελληνικά - σώμα, συντεχνία, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Τυχαίες λέξεις
Przepompować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία