Λέξη: κολεός

Σχετικές λέξεις: κολεός

κολεός φυτό, κολεός φύλλου

Συνώνυμα: κολεός

θήκη, θηκάρι, κόλπος, μουνί

Μεταφράσεις: κολεός

κολεός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vagina, sheath, scabbard

κολεός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vaina, estuche, funda, vagina, la vagina, vaginal, de la vagina

κολεός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vagina, futteral, scheide, Scheide, Vagina, der Vagina, die Vagina, Scheiden

κολεός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
protection, vagin, manteau, abri, étui, revêtement, gaine, couverture, fourreau, condom, préservatif, le vagin, du vagin, vaginale

κολεός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guaina, preservativo, vagina, astuccio, la vagina, della vagina, vaginale

κολεός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vagina, vaginal, da vagina

κολεός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vagina, schede, de vagina, vagina te

κολεός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
футляр, влагалище, ножны, презерватив, влагалища, вагина

κολεός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjede, skjeden, i skjeden

κολεός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slidan, slida, vaginan, vaginaen

κολεός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emätin, huotra, kuori, vittu, vagina, emättimen, emättimeen, emättimessä

κολεός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skede, vagina, skeden

κολεός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kondom, pochva, pouzdro, kryt, vagína, plášť, vagina, pochvy, vagíny

κολεός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prezerwatywa, osłona, obicie, wiązka, futerał, pochwa, pochewka, pochwy, pochwie, pochwę

κολεός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
levélburok, vagina, hüvely, hüvelybe, hüvelyben, a hüvely

κολεός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vajina, vagina, vajinaya, vajinanın, vajen

κολεός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вузьке, презерватив, піхва, футляр, піхву, піхві

κολεός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vagina, vaginë, vaginës, vaginë të, vaginën

κολεός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влагалище, вагина, вагината, влагалището, на влагалището

κολεός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
похву, похве, похвы, похва

κολεός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vagiina, tupp, varjestus, kest, tupe, tuppe, tupest

κολεός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korice, omotač, dužica, rodnica, futrola, vagina, pokrivač, obloga, vagine, vaginu, vagini, rodnice

κολεός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggöngum, leggöngunum, leggöng, leggöngin, legganga

κολεός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vagina

κολεός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
makštis, makšties, makštį, vaginą, makštyje

κολεός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maksts, vagīnas, vagīna, makstī

κολεός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вагината, вагина, на вагината

κολεός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vagin, vaginului, vaginul, vaginale

κολεός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kondom, vagina, vagine, vagino, nožnice, nožnica

κολεός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vagína, vagina, vagíny
Τυχαίες λέξεις