Przerodzić στα ελληνικά
Μετάφραση: przerodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anabolizm στα ελληνικά - αναβολισμός, αναβολισμό, αναβολισμού, τον αναβολισμό, του αναβολισμού
- czujny στα ελληνικά - προσεκτικός, επιφυλακτικός, άγρυπνος, προσεχτικός, συναγερμός, συναγερμού, προειδοποίησης, ...
- dyskwalifikacja στα ελληνικά - αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
- gapiowaty στα ελληνικά - χαζός, απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτες
Τυχαίες λέξεις
Przerodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Μεταφράσεις: εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες