Λέξη: ακριβολόγος
Συνώνυμα: ακριβολόγος
νίκαια, καθαρολόγος, οπαδός της καθαρεύουσας, υπερακριβής
Μεταφράσεις: ακριβολόγος
ακριβολόγος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
precise, punctilious, purist, scrupulous, precisian, precisionist
ακριβολόγος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exacto, preciso, purista, puristas, purista de, purista del
ακριβολόγος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genau, förmlich, exakt, pünktlich, akkurat, gewissenhaft, präzis, pingelig, Purist, puristische, puristischen, puristisch, puristisches
ακριβολόγος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méticuleux, formel, juste, exact, strict, ponctuel, pointilleux, précis, scrupuleux, pédant, tatillon, puriste, puristes, épuré, puriste de
ακριβολόγος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preciso, esatto, purista, puristi, puristico, purist, puristica
ακριβολόγος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
certo, exacto, precipitar, preciso, correcto, corretor, afinado, pontual, purista, puristas, purist, purista de, de purista
ακριβολόγος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorgvuldig, accuraat, juist, stipt, nauwkeurig, prompt, secuur, nauwgezet, minutieus, scherp, taalzuiveraar, puristische, purist, puristisch, puristen
ακριβολόγος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щепетильный, урочный, пунктуальный, четкий, педантичный, предопределенный, ясный, тщательный, собранный, церемонный, точный, определенный, аккуратный, пурист, пуристом, пуриста, пуристов, пуристский
ακριβολόγος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
presis, nøyaktig, purist, innbitte, puristisk, puristiske
ακριβολόγος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exakt, ackurat, precisera, purist, puristiska, puristisk, renaste, puristen
ακριβολόγος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täsmällinen, oikea, jämpti, tarkka, puristi, puristinen, puristisen, puhdaslinjainen, pelkistetyn
ακριβολόγος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøjagtig, præcis, puristiske, purist, puristisk, puritanske, puristen
ακριβολόγος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesný, správný, puntičkářský, precizní, úzkostlivý, purista, puristický, puristické, puristickou, puristická
ακριβολόγος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drobiazgowy, precyzyjny, ceremonialny, dokładny, purysta, purist, purystą, purystyczne, purystycznego
ακριβολόγος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szertartásos, purista, puritán, letisztult, vegytiszta
ακριβολόγος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesin, tam, dilde sadelik yanlısı sanatçı, purist, pürist, dilde sadelik yanlısı, sadelik yanlısı
ακριβολόγος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конспект, педантичність, пурист
ακριβολόγος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përpiktë, purist
ακριβολόγος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пурист, пуристи, пуристичен, пуританска
ακριβολόγος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пурыстаў
ακριβολόγος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puristlikul, puristi, fotoaparaadi puhtad, puhtakujulisem
ακριβολόγος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uredan, precizni, savjestan, precizan, pedantan, purista, i purističko sta-, purističko sta-
ακριβολόγος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nákvæmur, purist
ακριβολόγος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
subtilis
ακριβολόγος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kruopštus, tikslus, puristinis, Purysta, Pūrists, Šalininkas griežtai laikantis
ακριβολόγος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
precīzs, rūpīgs, akurāts, pūrists, ideālais
ακριβολόγος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пуританец, пуристичко, пурист
ακριβολόγος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exact, corect, purist, puriste, puristă, puritan, mai pur
ακριβολόγος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
purist
ακριβολόγος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
presný, puristov, purista