Przeskoczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przeskoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνοιξη, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδώ, εκτινάσσομαι, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktywator στα ελληνικά - ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποιητού, ενεργοποίησης, ενεργοποιητή του
- architektoniczny στα ελληνικά - αρχιτεκτονικός, αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικά, αρχιτεκτονικό, αρχιτεκτονικής
- bezapelacyjny στα ελληνικά - επιβλητικός, έγκυρος, αυταρχικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
- egzogamia στα ελληνικά - εξωγαμία, εξωγαμίας, την εξωγαμία, της εξωγαμίας
Τυχαίες λέξεις
Przeskoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνοιξη, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδώ, εκτινάσσομαι, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Μεταφράσεις: άνοιξη, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδώ, εκτινάσσομαι, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει