Λέξη: αίθουσα

Σχετικές λέξεις: αίθουσα

αίθουσα του θρόνου, αίθουσα τέχνης αθηνών, αίθουσα αλεξάνδρα τριάντη, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του δημαρχείου θεσσαλονίκης, αίθουσα τέχνης ena, αίθουσα της ολομέλειας, αίθουσα δημήτρης μητρόπουλος, αίθουσα μελίνα μερκούρη, αίθουσα της ολομέλειας της βουλής, αίθουσα ανδρόγεω

Συνώνυμα: αίθουσα

διάδρομος, προθάλαμος, μεγάλη αίθουσα, χόλ, δωμάτιο, χώρος, τόπος, αίθουσα αναμονής, παρασκήνια, σαλόνι, ινστιτούτο, σάλα, αίθουσα ακροατών

Μεταφράσεις: αίθουσα

αίθουσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hall, auditorium, room, parlor, lobby

αίθουσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auditorio, hall, vestíbulo, antecámara, pasillo, zaguán, sala, corredor, salón, antesala

αίθουσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vestibül, saal, vorraum, aula, flur, residenz, diele, zuhörerraum, gang, halle, vorhalle, Halle, Saal, Flur

αίθουσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résidence, hall, vestibule, entrée, salle, auditorium, corridor, halle, antichambre, couloir, traversant, mairie

αίθουσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corridoio, sala, atrio, anticamera, salone, sala da, padiglione

αίθουσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entreabrir, salão, corredor, sala, hall de, sala de

αίθουσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gang, hal, Hall, zaal, zaal van

αίθουσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
передняя, здание, прихожая, приемная, палата, усадьба, холл, аудитория, вестибюль, коридор, павильон, зал, зала, гостиная, зале

αίθουσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sal, hall, hallen, gangen

αίθουσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hall, sal, entré, tambur, korridor, förrum, förstuga, hallen, huset

αίθουσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raatihuone, eteinen, kartano, lukaali, käytävä, juhlasali, etuhuone, sali, halli, hall, salissa, hallissa

αίθουσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foyer, hall, sal, hallen, hal, salen

αίθουσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sál, hala, dvorana, chodba, předsíň, síň, haly, sálu

αίθουσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korytarz, aula, widownia, rozmównica, sala, hala, audytorium, hall, hol, przedpokój, hali

αίθουσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
palota, kúria, mulató, székház, hall, csarnok, terem, előszoba, teremben

αίθουσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koridor, hol, salon, salonu, hall, salonunda, holü

αίθουσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аудиторія, хол, зал, зала, садиба, будівля, вестибуль, залу, зали, зустрічей

αίθουσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
holl, sallë, salla, salla e, sallën e, sallë të

αίθουσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зала, антре, салон, зала за

αίθουσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зала, залу, залю, заля, зал

αίθουσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saal, auditoorium, söögisaal, esik, Hall, saalis, Kuulsuste, saali

αίθουσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slušalac, dvorani, dvorana, predsoblje, revizor, Hall, sala, hodnik, dvoranu

αίθουσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sal, Hall, forstofa, forstofu, salur

αίθουσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fojė, vestibiulis, salė, Hall, salėje, salę, holas

αίθουσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
foajē, priekštelpa, zāle, vestibils, halle, zālē, zāles, zāli

αίθουσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сала, салата, хала, сала за, собрание

αίθουσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
foaier, sală, sala, sala de, sală de, hol

αίθουσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hala, dvorana, hall, dvorano, skupnih prostorih

αίθουσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sál, hala, sieň, sála, miestnosť, sálu, sály, miestnost

Στατιστικά δημοτικότητας: αίθουσα

Τυχαίες λέξεις