Przetrzebiać στα ελληνικά

Μετάφραση: przetrzebiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καταστρέφω, αποδεκατίζω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν
Przetrzebiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dereń στα ελληνικά - κρανιά, dogwood, κρανιές, η κρανιά, κράνα
  • desykant στα ελληνικά - αποξηραντικό, ξηραντικό, ξηραντικό μέσο, αποξηραντικού, ξηραντικού μέσου
  • dogmatyczny στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
  • importowanie στα ελληνικά - εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγές, τις εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Przetrzebiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καταστρέφω, αποδεκατίζω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν