Przezimować στα ελληνικά
Μετάφραση: przezimować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχειμάζω, χασμωδία, χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, του χειμώνα
Μεταφράσεις
- akr στα ελληνικά - στρέμμα, στρεμμάτων, εκτάριο, acre, στρέμματος
- bezpaństwowiec στα ελληνικά - πρόσωπο, άτομο, άνθρωπος, Απάτριδες, Οι ανιθαγενείς, Οι απάτριδες, Ανιθαγενών, ...
- chloroplast στα ελληνικά - χλωροπλάστη, χλωροπλάστες, χλωροπλαστών, χλωροπλάστης, του χλωροπλάστη
- drapacz στα ελληνικά - ξύστρα, αποξέσεως, αποξεστήρα, ξέστρο, ξύστρας
Τυχαίες λέξεις
Przezimować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχειμάζω, χασμωδία, χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, του χειμώνα
Μεταφράσεις: διαχειμάζω, χασμωδία, χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, του χειμώνα