Przezywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przezywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, παρατσούκλι, επονομάζω, μεταγλωττίζω
Przezywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aglutynacja στα ελληνικά - συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συσσωμάτωσης, συσσωματώσεως
  • dalej στα ελληνικά - περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
  • depilacyjny στα ελληνικά - depilating
  • fenol στα ελληνικά - φαινόλη, φαινόλης, με φαινόλη, της φαινόλης
Τυχαίες λέξεις
Przezywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, παρατσούκλι, επονομάζω, μεταγλωττίζω