Λέξη: συρροή

Σχετικές λέξεις: συρροή

συρροή συντάξεων, συρροή συμβάσεων, συρροή νόμων, συρροή σσε, συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, συρροή συλλογικών συμβάσεων, συρροή αξιώσεων, συρροή εγκλημάτων, συρροή ορισμός, συρροή απάτης πλαστογραφίας

Συνώνυμα: συρροή

έξαψη, ερύνθημα, ύψωση σταθμής ύδατος, συνάθροιση, τόπος συγκεντρώσεως, αίθουσα σιδηροδρομικού σταθμού, σύμπτωση, συμφωνία, σύνδεση, σύνδεσμος, συνδρομή, συνδετική λέξη, σύζευξη

Μεταφράσεις: συρροή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accumulation, abundance, afflux, influx, confluence, confluency, influx of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
riqueza, copia, acumulación, abundancia, aflujo, afluencia, afflux, de aflujo, el aflujo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fülle, häufung, reichtum, stau, wohlstand, übermaß, zuwachs, haufen, akkumulation, gruppierung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cumul, agrégation, collection, foisonnement, agglomération, augmentation, opulence, foison, surabondance, accumulation, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cuccagna, abbondanza, dovizia, ammassamento, afflusso, affluenza, afflux, all'afflusso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colecção, grupo, fartura, abundância, reunião, amontoamento, acumulação, afluxo, afflux, afluência, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoop, groep, samenscholing, collectie, weligheid, uitbundigheid, bundel, opeenstapeling, onbekrompenheid, kudde, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коллекция, довольство, благодать, накопление, груда, нарастание, обилие, сосредоточение, изобилие, масса, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
afflux
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ymnighet, överflöd, afflux, tillflöde, utflöde
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasa, runsaus, kertymä, kokoelma, kasaantuma, kertyminen, yltäkylläisyys, kasautuma, afflux
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigdom, afflux
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohatost, hojnost, hromada, nakupení, hromadění, nadbytek, bohatství, nahromadění, shluk, afflux
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostatek, obfitość, urodzaj, spiętrzenie, nawarstwienie, akumulacja, nagromadzenie, hojność, kumulacja, napływ, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véráram, beömlés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koleksiyon, büyüme, bolluk, toplama, çokluk, akış, akın, hücumu, akıntı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
множину, достаток, множина, купа, накопичування, безліч, надлишок, груда, збір, акумуляція, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
baticë, fluks, mëngë, fluksi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобилие, натопления, прилив, стечение, приток
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыток
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogunemine, akumulatsioon, rohkus, sisaldus, voogus, juurdevool, väljavoolu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obilan, nagomilavanje, pritjecanje, priljev, priticanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gnægð, afflux
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
facultas, opes
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priplūdimas, antplūdis, Spiečius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolekcija, pieplūdums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
afflux
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colecţie, abundenţă, aflux, afluxul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hotnost, Privreti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
afflux
Τυχαίες λέξεις