Przodować στα ελληνικά
Μετάφραση: przodować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλυβδος, διαπρέπω, λουρί, υπερακοντίζω, ηγούμαι, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bonifikacja στα ελληνικά - επίδομα, επιχορήγηση
- chromatyna στα ελληνικά - χρωματίνη, χρωματίνης, της χρωματίνης, τη χρωματίνη, η χρωματίνη
- diablica στα ελληνικά - στρίγγλα, μέγαιρα, Στρίγγλας, Shrew, στρίγκλας
- drylować στα ελληνικά - λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Τυχαίες λέξεις
Przodować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλυβδος, διαπρέπω, λουρί, υπερακοντίζω, ηγούμαι, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε
Μεταφράσεις: μόλυβδος, διαπρέπω, λουρί, υπερακοντίζω, ηγούμαι, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε