Przyczepiać στα ελληνικά

Μετάφραση: przyczepiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκιστρώνω, πρόσφυμα, χώνω, άγκιστρο, συνδέω, επισυνάπτω, καρφίτσα, προσθέτω, γάντζος, γόμφος, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
Przyczepiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aorta στα ελληνικά - αορτή, αορτής, της αορτής, την αορτή
  • darwinizm στα ελληνικά - δαρβινισμός, Δαρβινισμού, Δαρβινισμό, ο Δαρβινισμός, τον Δαρβινισμό
  • erekcja στα ελληνικά - ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
  • gnoić στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Τυχαίες λέξεις
Przyczepiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκιστρώνω, πρόσφυμα, χώνω, άγκιστρο, συνδέω, επισυνάπτω, καρφίτσα, προσθέτω, γάντζος, γόμφος, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε