Przydarzać στα ελληνικά
Μετάφραση: przydarzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβαίνω, διαδραματίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyfeminista στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
- dostrajacz στα ελληνικά - δέκτη, δέκτης, tuner, συντονιστή, συντονισμού
- harmonijka στα ελληνικά - μπουκιά, φυσαρμόνικα, φυσαρμόνικας, harmonica, φυσαρμόνικες, τη φυσαρμόνικα
- hospicjum στα ελληνικά - ξενώνας, άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
Τυχαίες λέξεις
Przydarzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβαίνω, διαδραματίζω
Μεταφράσεις: συμβαίνω, διαδραματίζω