Przyjmować στα ελληνικά

Μετάφραση: przyjmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσχωρώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω, διατηρώ, φιλοξενώ, δέχομαι, λαμβάνω, υποθέτω, προϋποθέτω, μεταχειρίζομαι, αγκαλιάζω, κέρασμα, αγκάλιασμα, εισάγω, κερνώ, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Przyjmować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aerostatyka στα ελληνικά - αεροστατική
  • awans στα ελληνικά - προχωρώ, τοποθετώ, θέση, προκαταβάλλω, πρόοδος, προβαίνω, τοποθεσία, ...
  • ceremonia στα ελληνικά - εθιμοτυπία, τελετή, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που
  • cielak στα ελληνικά - μοσχάρι, γάμπα, μόσχου, μοσχαριού, μόσχων, μόσχος
Τυχαίες λέξεις
Przyjmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσχωρώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω, διατηρώ, φιλοξενώ, δέχομαι, λαμβάνω, υποθέτω, προϋποθέτω, μεταχειρίζομαι, αγκαλιάζω, κέρασμα, αγκάλιασμα, εισάγω, κερνώ, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν